- μήνη
- η (Α μήνη και μάνη)η σελήνη, ιδίως κατά τη διάρκεια τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών τής φάσης της, καθώς και το γεωμετρικό δρεπανοειδές σχήμα που παίρνει αυτή κατά τη διάρκεια αυτών τών ημερών, αλλ. μηνίσκος («τοῡ δ' ἀπάνευθε σέλας γένετ' ἠύτε μήνης», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.1. κυκλική λευκή ή και άλλου σχήματος ή χρώματος βούλλα στο μέτωπο τών αλόγων2. στρατιωτικό οχύρωμα που έχει μηνοειδές σχήμα3. ιατρ. σχηματισμός που στο μικροσκόπιο έχει την εμφάνιση ημισελήνου και παρατηρείται στους νεφρούς σε διάφορες περιπτώσεις μορφών νεφρίτιδαςαρχ.1. ως κύριο όν. Μήνηπροσωνυμία θεάς2. (στην αλχημεία) άργυρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», κατά τα θηλ. σε -η.
Dictionary of Greek. 2013.